- αναιρετικός
- -ή, -ό (Α ἀναιρετικός, -ή, -όν) [ἀναιρῶ]ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευήνεοελλ.ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικόςαρχ.1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης.
Dictionary of Greek. 2013.