αναιρετικός

αναιρετικός
-ή, -ό (Α ἀναιρετικός, -ή, -όν) [ἀναιρῶ]
ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή
νεοελλ.
ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός
αρχ.
1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός
2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναιρετικός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναιρετικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός για αναίρεση, ανασκευή: Παρουσίασε σημαντικά αναιρετικά επιχειρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναιρετικά — ἀναιρετικός destructive neut nom/voc/acc pl ἀναιρετικά̱ , ἀναιρετικός destructive fem nom/voc/acc dual ἀναιρετικά̱ , ἀναιρετικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικῶν — ἀναιρετικός destructive fem gen pl ἀναιρετικός destructive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικόν — ἀναιρετικός destructive masc acc sg ἀναιρετικός destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικαί — ἀναιρετικός destructive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικοῖς — ἀναιρετικός destructive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικοί — ἀναιρετικός destructive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικοῦ — ἀναιρετικός destructive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικούς — ἀναιρετικός destructive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”